Γεννήθηκε στις 20
Μαΐου του 1769 στην Ύδρα
και το πραγματικό του επώνυμο
ήταν Βώκος.
Ήταν το δεύτερο παιδί του
Υδραίου πλοιοκτήτη και κοτζαμπάση
Δημήτριου Βώκου, γόνου αρχοντικής Υδραίικης
οικογένειας, η οποία προερχόταν
από τα Φύλλα, κοντά στη Χαλκίδα
και ήταν εγκαταστημένη στην Ύδρα από
το 1668. Η
μητέρα του λεγόταν Ανδριανή
και ήταν χήρα του Ανδρέα
Βόχα ή Βοχαΐτου.
Ο πατέρας του προσπάθησε ανεπιτυχώς να του μάθει
γράμματα, αλλά ο νεαρός τότε
Ανδρέας στράφηκε στην ναυτιλία,
στην οποία είχε δείξει ιδιαίτερη
κλίση από τα εφηβικά του χρόνια.
Σε ηλικία μόλις 16 ετών και παρά
τις αντιρρήσεις του πατέρα του
έγινε πλοίαρχος στο οικογενειακό
τους πλοίο.
Ανέλαβε να παραδώσει σιτάρι στη Νίκαια,
παραλιακή πόλη της Γαλλίας.
Το κέρδος ήταν τεράστιο για την
εποχή αυτή. Αμέσως μετά πούλησε
το πλοίο της οικογένειας και
αγόρασε από έναν Οθωμανό της Χίου το
εμπορικό πλοίο Μιαούλ. Από τότε εμφανίζεται
με το επώνυμο Μιαούλης.
Στη συνέχεια, και αφού η περιουσία του συνεχώς αυξανόταν,
ανέθεσε στον Υδραίο ναυπηγό Μαστρογεώργη την κατασκευή
ενός νέου μεγάλου εμπορικού πλοίου. Η χωρητικότητα
του νέου αυτού πλοίου ήταν 498 τόνοι, ήταν εφοδιασμένο
με 22 κανόνια ενώ το πλήρωμα υπερέβαινε τα 100 άτομα.
Με το ξέσπασμα του Αγγλογαλλικού πολέμου ο Ανδρέας
Μιαούλης απέκτησε τεράστια περιουσία διασπώντας τους
αγγλικούς αποκλεισμούς.
Ενεργά, ο Ανδρέας Μιαούλης αναμείχθηκε στην Επανάσταση
την 20
Ιουλίου του 1821, όταν
μαζί με τους Φραγκίσκο
Βούλγαρη, Μανώλη
Τομπάζη και Γεώργιο
Κιβώτο έθεσαν με έγγραφο τους
τα πλοία τους και τους εαυτούς
τους στην διάθεση της πατρίδας.
Μέχρι τότε προσέφερε υπέρ της
ανεξαρτησίας 3.625 σπανικά τάλιρα
ενώ στις 31
Μαρτίου υπέγραψε ως Αντώνη Βοκού την
εκλογή του Οικονόμου ως διοικητή
του νησιού.
Έως
τα τέλη Αυγούστου ο Μιαούλης
απλώς προστάτευε τα ευρωπαϊκά
πλοία και παρατηρούσε τις κινήσεις
των τουρκικών. Στις 19
Σεπτεμβρίου ξεκίνησε επικεφαλής
21 Υδραϊκών πλοίων να συναντηθεί
με 9 Σπετσιώτικα για να κατευθυνθούν
όλα μαζί στο Νιόκαστρο.
Πράγματι στις 28
Σεπτεμβρίου έφτασαν και δύο μέρες
αργότερα συγκρούστηκαν με τον
τουρκικό στόλο. Όμως ο ελληνικός
στόλος αναγκάστηκε να υποχωρήσει
αφού τα τουρκικά πλοία ήταν καλύτερα
ενώ παράλληλα είχαν την υποστήριξη
της Αγγλίας, η οποία τα τροφοδοτούσε
από τα Ιόνια νησιά. Μετά από
αυτή τη ναυμαχία επέστρεψε στις
10 Οκτωβρίου στην Ύδρα.
Τον Ιανουάριο του 1822 εκλέχθηκε,
μετά την παραίτηση του Ιάκωβου
Τομπάζη, ναύαρχος του στόλου της Ύδρας και στις 8
Φεβρουαρίου, ως ναύαρχος πια, ξεκίνησε για την Ζάκυνθο.
Εκεί συναντήθηκε με τα Ψαριανά
και τα Σπετσιώτικα και στις 20
Φεβρουαρίου πραγματοποιήθηκε η ναυμαχία
των Πατρών, όπου ο τουρκικός στόλος ηττήθηκε και
αναγκάστηκε να αποχωρήσει. Η
ιδέα της ναυμαχίας ανήκε στον
Μιαούλη και σύμφωνα με τον ιστορικό Διονύσιο
Κόκκινο η νίκη ήταν δικό του επίτευγμα. Σημειώνει
επίσης ότι από τότε αναγνωρίστηκε
από όλους ως αρχηγός του ελληνικού
στόλου.
Το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, και αφού είχε λάβει
μέρος σε μερικές αψιμαχίες στην Χίο,
βρέθηκε στο Ναύπλιο. Εκεί αντιμετώπισε
με επιτυχία το στόλο του Καπιτάν πασά που αριθμούσε
πάνω από 80 πλοία, σε αντίθεση με τον ελληνικό που
είχε μόλις 60. Ο Μιαούλης σε συνεργασία και με τους
άλλους πλοιάρχους, και κυρίως με τον Υδραίο Αντώνη
Κριεζή, κατάφερε να τρέψει σε φυγή τον τουρκικό
στόλο και να εμποδίσει τον ανεφοδιασμό
του τουρκικού φρουρίου του Ναυπλίου,
το οποίο πολιορκούνταν από τους
Έλληνες. Στις 30
Σεπτεμβρίου ο Στάικος
Σταϊκόπουλος κατέλαβε το κάστρο του Ναυπλίου και
ο Μιαούλης παρέλαβε τον τουρκικό
πληθυσμό για να τον μεταφέρει στην Μικρά
Ασία, απ' όπου επέστρεψε τον Ιανουάριο του 1823.
Στις 11
Ιανουαρίου ανακηρύχτηκε αρχηγός των Υδραίων με
τη σύμφωνη γνώμη προκρίτων
και λαού. Στη συνέχεια απέπλευσε για την Σαμοθράκη,
όπου απλώς παρακολουθούσε
τις κινήσεις του τουρκικού στόλου. Επιστρέφοντας,
τα πλοία του δέχθηκαν επίθεση στο Άγιο
Όρος ενώ στις 20
Οκτωβρίου πραγματοποιήθηκε ναυμαχία στην Σκιάθο.
Εκεί ο ελληνικός στόλος αναγκάστηκε
να τραπεί σε φυγή προκαλώντας όμως στον εχθρικό στόλο
μεγάλες ζημιές. Στις 4
Ιουλίου του 1824 ο
Μιαούλης έσπευσε καθυστερημένα
στα Ψαρά,
όπου βρήκε μια μικρή μοίρα
του τούρκικου στόλου, την οποία και κατέστρεψε. Στις 24
Αυγούστου του 1824 ενεπλάκη με τον ενωμένο Τουρκοαιγυπτιακό
στόλο, τον οποίο παρέσυρε
στον κόλπο του Γέροντα.
Στις 29
Αυγούστου πραγματοποιήθηκε η Ναυμαχία
του Γέροντα, στην οποία ο εχθρικός στόλος έχασε
27 πολεμικά πλοία. Ο Μιαούλης
επιτέθηκε στον τουρκοαιγυπτιακό στόλο, ο οποίος αριθμούσε
101 πλοία και 50.000 ναύτες, και τον ανάγκασε να
υποχωρήσει, αποτρέποντας έτσι τους Τούρκους από το
να αποβιβαστούν στην Σάμο.
Επι 20 ημέρες ο ελληνικός
στόλος παρενοχλούσε τον εχθρικό με αποτέλεσμα ο τουρκικός
να αποχωρήσει για τον Ελλήσποντο και
ο Αιγυπτιακός να καθυστερήσει
να αποβιβάσει στρατιωτικά σώματα στην Πελοπόννησο.
Την 1η
Νοεμβρίου του 1824 ο
ελληνικός στόλος επιτέθηκε στον
Αιγυπτιακό κοντά στην Κρήτη.
Η σφοδρότητα της μάχης ήταν μεγάλη
και ο Αιγυπτιακός στόλος αναγκάστηκε
να υποχωρήσει έχοντας τεράστιες
απώλειες.
Τους πρώτους μήνες του 1825 ο
Μιαούλης βρισκόταν μεταξύ Πελοποννήσου
και Κρήτης ανήμπορος να εμποδίσει την απόβαση στρατιωτικών
σωμάτων απο τον Αιγυπτιακό στόλο. Στις 2
Απριλίου βρέθηκε στο Ναυαρίνο ενώ
λίγες μέρες αργότερα ο ελληνικός
στρατός κατατροπώθηκε στη Σφακτηρία εξαιτίας
της αδυναμίας του ελληνικού στόλου
να τον ενισχύσει. Τις επόμενες μέρες όμως ο ελληνικός
στόλος υπό τον Μιαούλη αιφνιδίασε τον Αιγυπτιακό στην Μεθώνη.
Οι καταστροφές που προκάλεσε
ήταν μεγάλες και καθυστέρησαν αρκετά τον Ιμπραήμ.
Η σημασία της νίκης ήταν τεράστια
για τους Έλληνες αφού ανυψώθηκε το ηθικό τους και
παράλληλα κέρδισαν χρόνο για να αντιμετωπίσουν τον
Ιμπραήμ.
Στις 31
Μαΐου συγκρούστηκε με τον τουρκικό στόλο στην Σούδα και
στη συνέχεια κατευθύνθηκε
προς την Ύδρα.
Στις 14 και 25 Νοεμβρίου
συναντήθηκε με τον τουρκικό στόλο στην Γλαρέντζα και
στο Μεσολόγγι αντίστοιχα,
στον οποίο προκάλεσε μεγάλες
καταστροφές. Στην πρώτη σύγκρουση φονεύθηκε και ο
καπετάνιος Θεόδωρος Βώκος.
Σημαντική ήταν και η προσφορά του στην ενίσχυση
της άμυνας του Μεσολογγίου. Ο
Μιαούλης κατα την πρώτη πολιορκία
κατάφερνε συνεχώς να διασπά τον
ναυτικό αποκλεισμό. Τον Ιανουάριο
του 1826 βρέθηκε
στην πόλη την οποία και ανεφοδίασε.
Μετά την καταστροφή του Μεσολογγίου ο Μιαούλης αναχώρησε
για το Αιγαίο,
όπου στις 28-30 Αυγούστου, κοντά
στην Μυτιλήνη συγκρούστηκε
με τον τουρκικό στόλο. Στη συγκεκριμένη
ναυμαχία και οι δύο πλευρές είχαν
μεγάλες απώλειες.
Με τον ερχομό του Καποδίστρια,
ο Μιαούλης αντικατέστησε τον
Κόχραν, ο οποίος είχε φύγει κρυφά για το Λονδίνο.
Η κύρια αποστολή που του ανατέθηκε
ήταν η πάταξη της πειρατείας, η οποία βασάνιζε την
ελληνική κυβέρνηση αφού η Ελλάδα γι' αυτό το θέμα
γινόταν συχνά στόχος των εφημερίδων στο εξωτερικό.
Μέσα σε λίγους μόνο μήνες κατάφερε να καταστήσει ασφαλή
τα ελληνικά χωρικά ύδατα πατάσσοντας την πειρατεία.
Αρχικά ο Μιαούλης κατάφερε να πείσει τους οπλαρχηγούς
του Ολύμπου να
σταματήσουν την πειρατεία και
να υπακούσουν στην ανώτατη αρχή. Στη συνέχεια αφού
συνέλαβε μερικά πειρατικά αναχώρησε για την Χίο με
σκοπό να βοηθήσει στην υπεράσπιση
της. Τον Ιανουάριο του 1828 φτάνει
στη Χίο όπου
η κατάσταση είναι τραγική.
Τελικά στις 5
Μαρτίου ο Φαβιέρος και
οι στρατιώτες του επιβιβάστηκαν
στο πλοίο του Μιαούλη και
μεταφέρθηκαν στα Ψαρά και στη Σύρο.
Στα τέλη Μαΐου
ο ελληνικός στόλος υπό τον Μιαούλη
συγκρούστηκε στη Μυτιλήνη με
τον τουρκικό. Ο τουρκικός στόλος
νικήθηκε και τράπηκε σε φυγή
αφήνοντας αφύλαχτα μερικά τουρκικά εμπορικά πλοία,
τα οποία και μεταφέρθηκαν στην Αίγινα.
Η νίκη όμως αυτή ήταν σημαντική
γιατί έτσι αποτράπηκε η απόβαση
8.000 Τούρκων στρατιωτών στην Σάμο.
Στις 14
Αυγούστου εκλέχθηκε γερουσιαστής
πρώτου τμήματος, θέση όμως από την οποία παραιτήθηκε
στις 18
Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου.
Στα μέσα Ιουλίου του 1831 ο
Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης υποκίνησε
εξέγερση στη Μάνη αναγκάζοντας
τον Καποδίστρια να στείλει στρατιωτικά
σώματα για να την καταστείλει. Την 14η Ιουλίου οι
Μιαούλης και Κριεζής με
200 Υδραίους στρατιώτες κατέλαβαν
τον ναύσταθμο στον Πόρο επειδή
έμαθαν ότι ο στόλος ήταν έτοιμος
να κινηθεί κατά της Ύδρας. Η
φρουρά του νησιού στάθηκε ανίκανη
να τους αντιμετωπίσει αφού στήριξη
από το ναυτικό δεν υπήρξε.
Η μετέπειτα πολιτική ζωή του τόπου,
με την ανταρσία της Ύδρας κατά
του Καποδίστρια,
είχε ως αποτέλεσμα την πυρπόληση
του εθνικού στόλου στον Πόρο.
Μετά την δολοφονία του Καποδίστρια ο Μιαούλης εγκαταστάθηκε
στο Ναύπλιο.
Τον Μάϊο του 1832 αρνήθηκε
την θέση του στολάρχου του ελληνικού
στόλου, χωρίς ουσιαστικά να δικαιολογεί
πειστικά την απόφαση του.
Τον Οκτώβριο του 1832 επιλέχθηκε από την Βαυαρική
αυλή ως ένας από τους τρεις Έλληνες που θα παρέδιδαν
το στέμμα και το σχετικό ψήφισμα στον νεαρό τότε Όθωνα.
Η τριμελής επιτροπή αποτελείτο
από τους Δημήτριο
Πλαπούτα, Κωνσταντίνο Μπότσαρη και Ανδρέα Μιαούλη.
Το 1833 με
βασιλικό διάταγμα διορίστηκε
αρχηγός του ναυτικού διευθυντηρίου και πρόεδρος της
επιτροπής απόδοσης τιμών σε ήρωες του ναυτικού της
επανάστασης, του παραχωρήθηκε τιμητική σύνταξη και
εθνική γή, περιλήφθηκε στους
ναυτικούς ανωτέρας τάξης, τιμήθηκε με βασιλικό παράσημο και
τέλος δόθηκε το όνομα του σε
πολεμικό πλοίο. Με νέο βασιλικό διάταγμα του 1835
διορίστηκε γενικός επιθεωρητής του στόλου και σύμβουλος
επικρατείας ενώ προβιβάσθηκε και σε αντιναύαρχο.
Απεβίωσε, λόγω της φυματίωσης που
τον ταλαιπωρούσε μέρες, το απόγευμα
της Κυριακής της 11ης
Ιουνίου του 1835 στην
οδό Αιόλου 9, κοντά στην εκκλησία
της Αγίας Ειρήνης στον Πειραιά. Λίγες μέρες πριν αφήσει
την τελευταία του πνοή ο Όθωνας τον είχε επισκεφθεί
δύο φορές και μάλιστα την πρώτη του είχε επιδώσει
τον Μεγαλόσταυρο
του Σωτήρος. Η νεκρώσιμος ακολουθία πραγματοποιήθηκε
στην εκκλησία της Αγίας Ειρήνης
παρουσία της Ιεράς Συνόδου, της κυβέρνησης, αρκετών
ξένων διπλωματούχων και πλήθους λαού. Την πομπή προς
την τελευταία του κατοικία συνόδευε ιππικό και πεζικό
ενώ προπορευόντουσαν και έξι κανόνια. Τον επικήδειο
λόγο εκφώνησε ο πολιτικός και καθηγητής του πανεπιστημίου
Αθηνών, Περικλής Αργυρόπουλος.
Ενταφιάστηκε σε ακτή του Πειραιά,
η οποία από τότε ονομάστηκε Ακτή
Μιαούλη. Ο τόπος ταφής δεν ήταν τυχαίος αφού σύμφωνα
με την παράδοση εκεί βρισκόταν
και ο τάφος του Θεμιστοκλή.
Το 1952 τα
οστά του μεταφέρθηκαν στη Σχολή
Ναυτικών Δοκίμων και το 1986 στην Ύδρα.
Η καρδιά του τοποθετήθηκε σε
ασημένια λήκυθο και
φυλάσσεται στο Μουσείο Ύδρας,
ενώ προς τιμήν του κόπηκαν αναμνηστικά μετάλλια που
δόθηκαν τιμητικά σε αγωνιστές του 1821.
Απόσπασματα από: http://el.wikipedia.org/wiki/