Στα
1802 το Διοικητικό σύστημα του νησιού αλλάζει με
την αποστολή στην Ύδρα του υδραίου Γεωργίου
Δήμα Βούλγαρη, ευνοούμενου του τότε Καπετάν
Πασά και Αρχικυβερνήτη της Τουρκικής Ναυαρχίδας.
Ο Βούλγαρης τοποθετήθηκε από το Σουλτάνο ως Μιτάς
Κοτζαμπάσης (Διοικητής) και Ναζίρης (επόπτης) της
Ύδρας και για κάποιο χρονικό διάστημα του Πόρου και
των Σπετσών, με σκοπό να επιβάλει την διασαλευμένη
τάξη. Η συνετή του διοίκηση και η οθωμανική εύνοια
στο πρόσωπό του συνετέλεσαν στο να καταφέρει ο Γ.
Βούλγαρης, ο "Μπέης" όπως τον αποκαλούσαν
οι Υδραίοι, να αναγάγει το νησί σε πρότυπο εννοούμενου
τόπου.
Η περίοδος της οικονομικής ευρωστίας, η σχετικά
καταστολή της πειρατείας και η εσωτερική ησυχία που
ακολούθησε τους χρόνους διακυβέρνησης του Γεωργίου
Βούλγαρη, έδωσαν την ευκαιρία στους Υδραίους να οργανώσουν
την κοινωνία τους όπως αυτοί ήθελαν, ενώ οι συνεχείς
μάχες που αναγκάζονταν να δίνουν τα υδραϊκά πληρώματα
με τους πειρατές, που τότε λυμαίνονταν απ'άκρο σε
άκρο την Μεσόγειο, τους μετέτρεψαν με τον καιρό από
ασήμαντους γεωργούς και ποιμένες, σε τολμηρούς εμπειροπόλεμους
ναυτίλους.
Από πολύ νωρίς η Ύδρα χρησιμοποιήθηκε ως ναυτικός
σταθμός, με αποτέλεσμα να πρωτοστατήσει στο θαλάσσιο
εμπόριο και στις επικοινωνίες. Ιδιαίτερη άνθιση παρουσιάζει
το εμπόριο στο τέλος του 18ου αιώνα και στις αρχές
του 19ου. Τότε οι Υδραίοι εκμεταλλεύτηκαν την Άγγλο-Γαλλική
διαμάχη και αποκόμισαν τεράστια κέρδη, ελέγχοντας
το θαλάσσιο εμπόριο.
Την εποχή αυτή, ως επακόλουθο των προνομίων για
ελεύθερη ναυσιπλοία με την κάλυψη της ρωσικής σημαίας
αλλά και των διεθνών συγκυριών που διαμορφώθηκαν με
τη Γαλλική Επανάσταση και τους Ναπολεόντειους Πολέμους,
οι Υδραίοι σταδιακά έγιναν κύριοι των θαλάσσιων δρόμων
της Μεσογείου και η Ύδρα αναδείχτηκε σε πρώτη ναυτική
δύναμη ανάμεσα στα ελληνικά νησιά.
Η Επανάσταση του 1821
Σημαντική ήταν η βοήθειά της Ύδρας στον εθνικοαπελευθερωτικό
Αγώνα του 1821. Η Επανάσταση
βρίσκει την Ύδρα κάτοχο αμύθητου
πλούτου απο χρυσά νομίσματα της
εποχής, αποτέλεσμα κυρίως της
επιτυχημένης εμπλοκής της στο
εμπόριο σίτου κατά τους Ναπολεόντειους
πολέμους. Το εμπόριο μετά το
1810 είχε κάμψη αλλα ο στόλος
της αριθμούσε 186 μικρά και μεγάλα
πλοία συνολικής χωρητικότητας
27.736 τόνων δηλαδή ήταν διπλάσιος
απο αυτόν των Σπετσών που διέθεταν
ως δύναμη 64 πλοία συνολικά 15.907
τόνων, ενώ τα Ψαρά διέθεταν 35
- 40 πλοία και η Κάσος 15. Παράλληλα
τα πληρώματα είχαν αποκτήσει
και πολεμική εμπειρία λόγω των
συγκρούσεων με πειρατές της Αλγερίας,
έτσι δίκαια ο Ιμπραήμ αποκάλεσε την Ύδρα "Μικρή
Αγγλία".
Τουλάχιστον από το 1820
οι προεστοί είχαν μυηθεί από τη Φιλική Εταιρεία στο
μυστικό της Επανάστασης. Όταν κηρύχθηκε η Επανάσταση
στην Πελοπόννησο, οι Υδραίοι ενημερώθηκαν με αλληλογραφία
από τους πελοποννήσιους οπλαρχηγούς και την 24 Μαρτίου
1821 με επιστολή οι προύχοντες της Πελοποννήσου ενημερώνουν
τους Υδραίους και Σπετσιώτες ότι η Επανάσταση άρχισε
ενωρίτερα γιατί το μυστικό είχε προδοθεί από "τουρκολάτρες",
και ζητούν τη βοηθειά τους για ναυτικό αποκλεισμό
του εχθρού.
Οι Σπετσιώτες ύψωσαν τη
σημαία της Επανάστασης την
26 Μαρτίου, αλλά οι Υδραίοι
φάνηκαν διστακτικοί στο να
εξεγερθούν αμέσως, θυμούμενοι
τις καταστροφές που είχαν
πάθει κατά την προηγούμενη αποτυχημένη εξέγερση του
1770 και λαμβάνοντας υπόψη την στρατιωτική υπεροχή
του εχθρού. Τελικώς κήρυξαν την επανάσταση στις 14
Απριλίου 1821, από τον Πλοίαρχο
Αντώνιο Οικονόμου και
το λαό που έκαμψαν τις επιφυλάξεις
των προκρίτων.
Η Ύδρα, μαζί με τις Σπέτσες και τα Ψαρά, έπαιξαν
αποφασιστικό ρόλο στην Επανάσταση
του 1821 διαθέτοντας τον εμπορικό
και πολεμικό τους στόλο στην
υπηρεσία του Αγώνα.
Υδραίοι όπως ο
Ναύαρχος του τρινήσιου
στόλου Ανδρέας Μιαούλης, ο Πλοίαρχος
Αντώνιος Οικονόμου, οι ναυμάχοι
Ιάκ. και Μαν. Τομπάζης, Αναστ. Τσαμαδός,
Γ. Σαχτούρης, Γ. Σαχίνης, Αντ.
Κριεζής, οι Βώκοι μαζί με τους πυρπολητές Ι.
Ματρόζο, Ανδρ. Πιπίνο και Βατικιώτη,
που έπαιξαν σημαντικότατο ρόλο στην Επανάσταση
του 1821.
Ο Υδραϊκός στόλος μαζί με το
στόλο των Σπετσών και των Ψαρών,
κυριάρχησε στη θάλασσα κατά τον
επταετή αγώνα, συμβάλλοντας έτσι
αποφασιστικά στην απελευθέρωση
της Ελλάδας, θυσιάζοντας παράλληλα
ανθρώπινες ζωές, πλοία και χρήματα
και αναδεικνύοντας ηγέτες και
αγωνιστές.
Έντονη ήταν όμως η αντίδραση των
ισχυρών της Ύδρας στην προσπάθεια του Ι. Καποδίστρια
να καταργήσει τα προνόμια που απολάμβανε το νησί μέχρι
τότε.
Μετά την Απελευθέρωση αρχίζει μια
μακρά περίοδος παρακμής και οικονομικής ύφεσης για
το νησί και για έναν περίπου αιώνα, η Ύδρα παρά το
μικρό μέγεθός της και την εντεινόμενη οικονομική παρακμή
της, έδωσε στην πολιτική ζωή της χώρας έναν Πρόεδρο
της Δημοκρατίας, πέντε πρωθυπουργούς, πολλούς υπουργούς
(ιδίως στο Υπουργρίο Ναυτικών).
Ο Γεώργιος Κουντουριώτης διετέλεσε
Πρόεδρος του Εκτελεστικού κατά την επανάσταση, μέλος
του Συμβουλίου του Καποδίστρια και επί Όθωνα Πρωθυπουργός
και Υπουργός Ναυτικών.
Ο Αντώνιος Κριεζής,
Πρωθυπουργός επί Όθωνα, ο Δημήτριος Βούλγαρης,
επτά φορές Πρωθυπουργός της Ελλάδας, ο Αθανάσιος
Μιαούλης, τρεις φορές Πρωθυπουργός της Ελλάδας
και ο Πέτρος Βούλγαρης, Πρωθυπουργός
της Ελλάδας.
Ο 20ος αιώνας
Το
1912, ο Υδραίος ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης,
ως αρχηγός του ελληνικού στόλου,
νίκησε τον τουρκικό στόλο στα
στενά του Ελλησπόντου.
Την ίδια περίοδο, στις 18
Οκτωβρίου του 1912, ο Νικόλαος Βότσης,
κυβερνώντας το τορπιλοβόλο 11,
τορπίλισε τη τουρκική ναυαρχίδα "Φετίχ Μπουλέντ" 3.000
τόνων, μέσα
στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης.
Το
1924, ο Υδραίος ναύαρχος Παύλος
Κουντουριώτης αναγορεύτηκε πρώτος
Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας και επί
μισό αιώνα, τα Ναυτικά Υπουργεία
τα διαχειρίζονταν Υδραίοι.
Στην
Εκκλησία, η Ύδρα έδωσε τον Αρχιεπίσκοπο
Αθηνών και Πάσης Ελλάδος, Δωρόθεο Κοτταρά,
και τους Μητροπολίτες, Πάτση, Παρίση, Επιφάνειο, Καλαφάτη και Προκόπιο
Γεωργαντόπουλο. Στις επιστήμες και στα γράμματα,
έδωσε τους Ακαδημαϊκούς Α. Λιγνό, Ι.
Χαραμή, Ν. Χατζηκυριακό-Γκίκα, Π.
Τέτση και το ζωγράφο Ν. Νικολάου.
Η Ύδρα αναπτύχθηκε και έλαβε τη
σημερινή της μορφή τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου
και τις πρώτες του 19ου αιώνα. Τότε, η παλιά πόλη
της Κιάφας εγκαταλείπεται και οι κάτοικοι συγκεντρώνονται
γύρω από τη Μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στο λιμάνι,
το οποίο μαζί με ένα μέρος της παλιάς πόλης, δημιούργησε
τη σημερινή πόλη.
Ο 20ος αιώνας βρίσκει την Ύδρα παρά
την προσωρινή οικονομική της ανάκαμψη - αποτέλεσμα
της συστηματικής ενασχόλησης των κατοίκων με την αλιεία
και το εμπόριο σπόγγων - σε πλήρη πληθυσμιακή αποδυνάμωση,
οδηγούμενη αργά αλλά σταθερά στα πρόθυρα του οικονομικού
μαρασμού.
Η προσωρινή της "κινητήρια" δύναμη, η σπογγαλιεία,
βρέθηκε με τον καιρό σε πλήρη παρακμή, εξαιτίας κυρίως του
περιορισμού της οικονομικής ενίσχυσης των σπογγαλιευτικών
επιχειρήσεων από την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος.
Πολλοί κάτοικοι εγκαταλείπουν το
νησί και μετακομίζουν στην Αθήνα
και κυρίως στον Πειραιά, γύρω από
την Εκλλησία του Αγίου Νικολάου,
δημιουργώντας τη δική τους παροικία.
Μία
τελευταία ευκαιρία ανάπτυξης
και αναζωογόνησης της υδραϊκής
κοινωνίας δόθηκε στην δεκαετία
του '50 όταν οι διάφοροι καλλιτέχνες
και οι παραγωγοί ταινιών "ανακαλύπτουν"
την Ύδρα και την χρησιμοποιούν
αφειδώς στις ταινίες τους. Άμεση
συνέπεια η αλματώδης τουριστική
και οικονομική κίνηση στο νησί,
που εξελίχθηκε από τότε σε
κοσμοπολίτικο τουριστικό θέρετρο.
Στη δεκαετία του '50 πραγματοποιήθηκαν
εδώ τα γυρίσματα της ταινίας
"το Παιδί και το δελφίνι" με
τη Σοφία Λόρεν και η Yδρα άρχισε
να γίνεται γνωστή διεθνώς.
Ανάμεσα στις πιο γνωστές κινηματογραφικές
ταινίες που γυρίστηκαν στην Ύδρα
είναι το περίφημο "Κορίτσι
με τα μαύρα" του Μιχάλη Κακογιάννη με την Έλλη
Λαμπέτη, που απέσπασε διθυραμβικές
κριτικές στα Ευρωπαϊκά φεστιβάλ
που προβλήθηκε και η σπουδαία
ταινία του Ζυλ Ντασέν
"Φαίδρα" με την υπέροχη Μελίνα Μερκούρη
και τους διάσημους Άντονι Πέρκινς
και Ραλφ Βαλόνε.
Η
Ύδρα έγινε προορισμός
κυρίως μεταξύ 1960-70 όταν επώνυμοι
από όλον τον κόσμο, όπως ο Λένον,
Kλάπτον, Rolling Stones, Ωνάσης
και Kάλλας, Pεξ Xάρισον, Πήτερ
Oυστίνοφ, Λέοναρντ Kοέν και πολλοί
άλλοι περνούσαν από εδώ και πηγή
έμπνευσης για πολλούς ανθρώπους
του πνεύματος και των τεχνών
όπως ο Xατζηκυριάκος, ο Γκίκας,
ο Σεφέρης, ο Eγγονόπουλος, ο
Xένρι Mίλερ, ο Tέτσης, ο Bυζάντιος...
Σήμερα, η Ύδρα του Miller,
του Σεφέρη, του Γκίκα, του Εγγονόπουλου,
του Βυζάντιου, του Τέτση,
με την συνεχή προσφορά στον τουρισμό
και την πολιτιστική ζωή της χώρας
μας εξακολουθεί να παραμένει
το στολίδι
του Αργοσαρωνικού, ένα μοναδικό
φαινόμενο ιστορικού και αρχιτεκτονικού
θαύματος ανά το πανελλήνιο και σίγουρα έναν από τα
σπουδαιότερα θέρετρα της Ελλάδας.